Μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek
μέδουσα — Νηκτική μορφή των κνιδοζώων, η οποία είναι προσαρμοσμένη για πλαγκτονική διαβίωση. Οι μ. αντιπροσωπεύουν, γενικά, τα ελεύθερα στάδια του κύκλου ζωής των υδροζώων και των σκυφοζώων, ο οποίος περιλαμβάνει εναλλαγή γενεών και διμορφισμό (μεταγένεση) … Dictionary of Greek
μεταγένεση — Φαινόμενο εναλλαγής αγενούς και εγγενούς αναπαραγωγής, το οποίο συναντάται, κυρίως, στα κνιδόζωα (υδρόζωα και σκυφόζωα) στους κεστώδεις και σε πολλά πρωτόζωα. Ως παράδειγμα μ., αναφέρονται τα υδρόζωα: από το γονιμοποιημένο ωάριο εξέρχεται μια… … Dictionary of Greek
δισκομέδουσες — (discomedusae). Γένος μεδουσών της οικογένειας των δισκομεδουσιδών, της ομοταξίας των σκυφοζώων. Περιλαμβάνει μερικά είδη που χαρακτηρίζονται κυρίως από το πλατύ δισκοειδές σώμα τους, με πολυοδοντωτή περιφέρεια. Έχουν πολλά κνιδοκύτταρα, που όταν … Dictionary of Greek
ενδόκαρπα — τα σκυφόζωα, τών οποίων τα γεννητικά κύτταρα σχηματίζονται από το ενδόδερμα … Dictionary of Greek
κνιδόζωα — Φύλο υδρόβιων μεταζώων, σχεδόν αποκλειστικών θαλάσσιων, με ακτινωτή συμμετρία, τα οποία είτε ζουν μόνα τους είτε είναι οργανωμένα σε αποικίες, στην επιφάνεια της θάλασσας ή προσκολλημένα στο έδαφος. Από εξελικτική άποψη, τα κ. βρίσκονται σε… … Dictionary of Greek
σταυρομέδουσα — η, Ν συν. στον πληθ. οι σταυρομέδουσες ζωολ. μία από τις δύο υφομοταξίες τής ομοταξίας θαλάσσιων ασπονδύλων σκυφόζωα. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. stauromedusae (< σταυρός + μέδουσα)] … Dictionary of Greek
εξέλιξης, θεωρία της- — Θεωρία κατά την οποία όλα τα αντικείμενα του σύμπαντος έχουν υποστεί, με την πάροδο του χρόνου, μεταμορφώσεις σύμφωνα με μια φυσική διαδικασία εξέλιξης που τα οδήγησε βαθμιαία από μια αρχέγονη, ομοιογενή και αδιαφοροποίητη κατάσταση, σε… … Dictionary of Greek